επινωτιζω

επινωτιζω
    ἐπινωτίζω
    ἐπι-νωτίζω
    класть (себе) на спину, покрывать (себе) спину
    

(χάσματι θηρός Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επινωτιζω" в других словарях:

  • επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου …   Dictionary of Greek

  • ἐπενωτίζετο — ἐπινωτίζω attack from behind imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενώτισεν — ἐπινωτίζω attack from behind aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπενώτιζον — ἀπενώτιζον , ἀπονωτίζω turn one s back and flee imperf ind act 3rd pl ἀπενώτιζον , ἀπονωτίζω turn one s back and flee imperf ind act 1st sg ἐπενώτιζον , ἐπινωτίζω attack from behind imperf ind act 3rd pl ἐπενώτιζον , ἐπινωτίζω attack from behind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινωτίσας — ἐπινωτίσᾱς , ἐπινωτίζω attack from behind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπινωτίσᾱς , ἐπινωτίζω attack from behind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»